Έχω σκεφτεί αρκετές φορές να σπάσω το τηλέφωνο μου, και η σημερινή είναι η εντονότερη.
Έχω το παραδοσιακό τηλέφωνο ακόμη, εκείνο με το καλώδιο, εκείνο που είναι μονίμως επάνω σε ένα παλιό ξύλινο έπιπλο στο σαλόνι. Σιχαίνομαι τα φορητά τηλέφωνα, μου θυμίζουν τα κινητά και κατ’ επέκταση την μόνιμη ενασχόληση μας μαζί τους.
Είναι βράδυ, είναι καλοκαίρι και ως συνήθως τα καλοκαιρινά βράδια βρίσκομαι στο μπαλκόνι, με ένα τσιγάρο να καίει και μια μπύρα να αφρίζει. Και προσπαθώ να δώσω ένα κείμενο στο χαρτί που μου έχει βγάλει την Παναγία.
Είναι μια βραδιά που η αποπνικτική Σαλονίκη είναι ακόμη πιο ανυπόφορη.
Οι λιγοστοί στην γειτονιά αν δεν είναι στα μπαλκόνια τους, βρίσκονται μέσα στα διαμερίσματα τους κάτω από τα air-condition να φαντάζονται εξωτικούς προορισμούς και να προσπαθούν να ξεχάσουν πως ζουν μια απλή μίζερη νύχτα Αυγούστου.
Δεν έχω air-condition, πάντα το θεωρούσα μια πολυτέλεια που δεν ταιριάζει με εμένα. Όσο μεγαλώνω το μετανιώνω, αλλά καλύτερα να σκάσω τους καλοκαιρινούς μήνες από το να παραδεχτώ μια λάθος εκτίμηση μου.
«Δροσιά και μαλακίες, το ρεύμα που έρχεται κάθε δίμηνο ισοφαρίζει δυο μηνιάτικα» σκέφτομαι πίνοντας.
Και καπνίζοντας.
Τον Αύγουστο η Θεσσαλονίκη είναι ήσυχη σε ανησυχητικό βαθμό.
Τέτοιες βραδιές με κάνουν και σκέφτομαι πόσο όμορφη θα ήταν η πόλη αν δεν υπήρχαν οι κάφροι της καθημερινότητας που μας τρώνε τα σωθικά τον υπόλοιπο χρόνο.
Ακόμη δεν έχει τελειώσει το κείμενο, με παιδεύει τρεις ημέρες, η προθεσμία λήγει σε ένα δεκάωρο και η πληρωμή που μου έταξαν δεν θα γίνει.
Μετά πώς να βάλεις air-condition με τέτοια κωλοδουλειά;
Το βράδυ είναι η καλύτερη ώρα για να γράψεις. Ακόμη κι αν η έμπνευση δεν έρχεται θα έρθει η πραγματικότητα και θα την πιάσει από το χέρι οδηγώντας την σε εσένα.
«Κι άλλη φορά να παίρνεις πρώτα πριν έρθεις, έχω δουλειές να κάνω. Βραδιάτικα σου ήρθε να τον δεις. Τόσον καιρό τίποτα» ακούγεται μια γυναικεία φωνή.
Δυνατά.
Αρκετά δυνατά για να κάνει την ήδη ήσυχη νύχτα ακόμη πιο ήσυχη μετά το ξέσπασμα της και την ησυχία που ακολουθεί.
Η πόρτα της απέναντι μονοκατοικίας ανοίγει και ένα γεροντάκι βγαίνει έξω. Το αργό βήμα του και το σφούγγισμα του προσώπου του με ένα μαντήλι με βάζουν στο κλίμα για το τι ακριβώς συνέβη.
Κι η κόρη του βγαίνει στο μπαλκόνι της να δει αν όντως ο ενοχλητικός πατέρας της φεύγει μακριά από το εγγόνι του και δεν θα το μολύνει με την παρουσία και τα λόγια του.
Τέτοιες εικόνες είναι που με κάνουν να πιστεύω πως έχουμε φτάσει σε ένα έσχατο σημείο και πρέπει να γίνει μια επανεκκίνηση στον κόσμο.
Σε χρόνο ρεκόρ τα μπαλκόνια γεμίζουν με τις περίεργες φάτσες των γειτόνων να απορούν ποιος τους χάλασε την ζαχαρένια τους καλοκαιριάτικα, βραδιάτικα κι Αυγουστιάτικα.
Την ίδια στιγμή, το πιτσιρίκι της απέναντι μονοκατοικίας βγαίνει και στέκεται στα κάγκελα δίπλα από την μάνα του και φωνάζει στον παππού που ακόμη δεν έχει χαθεί από την γειτονιά:
«Θα σ’ αγαπάω ακόμη το πρωί παππού». Και φωνάζει δυνατά, τόσο όσο η μάνα του φώναζε στον πατέρα της, θαρρείς και ήθελε να επισκιάσει τα προηγούμενα λεπτά κι όσα σε εκείνα ελέχθησαν.
Ο παππούς δεν στέκεται να κοιτάξει τον εγγονό του και έπειτα να χαμογελάσει. Δεν βρισκόμαστε σε ταινία.
Ζούμε, δεν παριστάνουμε και τέτοιες εικονικές σκηνές συμβαίνουν μόνο στο σινεμά.
Αυτή η φράση κάτι μου θυμίζει, αλλά οι συμπτώσεις είναι μέσα στην ζωή και η ζωή δεν είναι παραμύθι. Δεν δίνω σημασία.
Συλλογιέμαι το σκηνικό του απέναντι σπιτιού, την μάνα και τον άνδρα της ο οποίος ούτε είχε φανεί, ούτε είχε βγάλει λαλιά.
«Ντροπή, μεγάλος άνθρωπος είναι» λέω στον εαυτό μου κοιτώντας το πιτσιρίκι που μπαίνει προς τα μέσα.
Το τηλέφωνο με επαναφέρει στο μπαλκόνι και στο καμένο από την γόπα δάχτυλο μου.
Τέτοια ώρα τηλεφώνημα, δεν είναι για καλό. Αυτό δεν σκεφτόμαστε πάντα όποτε το τηλέφωνο χτυπά ώρες πέρα από τις συνηθισμένες που το έχουμε συνηθίσει να χτυπά;
Σηκώνομαι και αφήνω την γειτονιά να ησυχάσει, το παιδί και η μισότρελη μάνα του έχουν μπει μέσα, οι περίεργοι έχουν γυρίσει στα ακριβά τους κλιματιστικά.
Έχω σκάσει από την ζέστη και από τα όσα συνέβησαν, πλησιάζω το τραπέζι του σαλονιού και κάθομαι στην πολυθρόνα, σηκώνω το ακουστικό.
Τα φώτα τα αφήνω κλειστά το βράδυ για οικονομία. Και για ατμόσφαιρα.
Αλλά και για οικονομία.
«Παρακαλώ» λέω με έναν τόνο βαριεστημένο που προσπαθεί να πνίξει το άγχος που έχει αρχίσει να εμφανίζεται. Είναι και έντεκα το βράδυ ρε πούστη, φυσιολογικός άνθρωπος να είναι δεν υπάρχει περίπτωση.
Το μόνο που ακούγεται είναι μια ανάσα πνιχτή και λαχανιασμένη, και ένας αργόσυρτος ψίθυρος που είναι ακατανόητος.
«Πλάκα κάνεις ρε φίλε βραδιάτικα;» ρωτάω σαν παλικαράς πίσω από το σύρμα. Η ανάσα συνεχίζει.
Κλείνω το ακουστικό και αρχίζω να προχωρώ προς το μπαλκόνι να μαζέψω χαρτιά και μολύβια. Και σκέφτομαι πως θα μείνω λίγο πίσω τον μήνα που μπαίνει, δεν θα πληρωθούμε την επόμενη μέρα.
Ο ήχος του τηλεφώνου ξανακούγεται, γυρίζω πίσω, ξανακάθομαι και ξαναπιάνω το ακουστικό.
«Θεόφιλε μαλάκα, αν είσαι πάλι εσύ και μαλακίζεσαι θα έρθω και θα σε κάψω ζωντανό» λέω με μια ανάσα καθώς βολεύομαι στην πολυθρόνα και πάλι.
Μάλλον θέλω να μιλήσω με τον τύπο στην άλλη μεριά του σύρματος, έτσι κι αλλιώς δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω.
Κι ο Θεόφιλος τα συνηθίζει τελευταία κάτι τέτοια τηλεφωνήματα μέσα στο βράδυ, έχει τα δικά του.
Και πάλι το ίδιο, η ανάσα η αγχωμένη, οι ψίθυροι οι ακαταλαβίστικοι. Ανάβω ένα Lucky Strike και τσαλακώνω το πακέτο. Περιμένω.
«Μίλησε μου για εσένα» λέω στον άγνωστο συνομιλητή μου. Και απαντά, προς μεγάλη μου έκπληξη.
«Θα με αγαπάς ακόμη το πρωί;»
Η φωνή είναι γυναίκας, μιας γυναίκας που έχω να ακούσω πολλά χρόνια.
Και κλείνει.
Κλείνω απαλά το τηλέφωνο, σκέφτομαι ότι άκουσα. Σηκώνω το ακουστικό, θυμάμαι, και το ξανακλείνω. Είχε αλλάξει νούμερο εδώ και πολλά χρόνια, εγώ έφταιγα γι αυτό.
Αυτή την φράση είχα να την ακούσω από τον σταθμό των τραίνων, όταν την είχα χαιρετίσει ένα καλοκαίρι, έναν παλιότερο Αύγουστο.
Με το τελευταίο τραίνο των έντεκα έφευγε τότε.
Ένα μέτριο κρεβάτι, ένας σιωπηλός καφές κι ένας χλιαρός αποχαιρετισμός έριξαν τον επίλογο σε δυο χρόνια κοινής ζωής.
Καθώς ανέβαινε με την μια τσάντα της, γύρισε και με ρώτησε:
«Θα με αγαπάς ακόμη το πρωί;»
«Για πάντα» απάντησα.
Χαμογελάσαμε κι οι δυο και χωρίσαμε τους δρόμους μας, εκείνη για νότο κι εγώ για τα δυτικά.
Σκέφτομαι την ερώτηση που άκουσα στο τηλέφωνο, σκέφτομαι και τον απέναντι πιτσιρικά, σκέφτομαι κι ένα κείμενο που πρέπει να τελειώσει κάποτε.
Ξαφνικά παίρνω το τηλέφωνο και σκέφτομαι να το πετάξω στον απέναντι τοίχο, μετά το αφήνω κάτω. Δεν με παίρνει οικονομικά.
Δεν ξέρω ποιας την φωνή άκουσα στο ακουστικό, δεν ξέω αν άκουσα καν φωνή στο ακουστικό, δεν ξέρω αν χτύπησε καν το τηλέφωνο.
Δεν ξέρω αν ο πιτσιρικάς θα δει ξανά τον παππού του, δεν ξέρω αν η μάνα του θα γίνει κάποτε άνθρωπος.
Δεν ξέρω αν ο Αύγουστος θα τελειώσει κάποτε ή αν θα διανύουμε αυτά τα τόσο περίεργα ατέλειωτα βράδια του για πάντα.
Ξέρω πως θα τελειώσω ένα κείμενο που έχω ξεκινήσει εδώ και κάποιες ημέρες.
Κι όλο αυτό ξεκίνησε με ένα μπαλκόνι, ένα πιτσιρίκι, ένα τηλεφώνημα που μπορεί να μην έγινε και μια ανάμνηση που μπορεί να μην υπήρξε ποτέ.
Comments by Απόστολος Σαμακοβλής