Τηλεφώνημα από μακριά

Μεσάνυχτα χτύπησε το τηλέφωνο, πετάχτηκα αμέσως επάνω, μέσα στο σκοτάδι εντελώς μηχανικά χωρίς να το συνειδητοποιήσω  είχα ξυπνήσει τελείως και το μυαλό δούλευε στο κανονικό του.

Άνοιξα το φως στο σαλόνι και πλησίασα το τραπεζάκι δίπλα στην εξώπορτα, εκεί είχα από πάντα το τηλέφωνο. Ίσως όταν ήμουν έτοιμος να φύγω  να ήλπιζα να χτυπούσε ώστε να κοντοσταθώ στην πόρτα και να αργήσω να βγω στον κόσμο, για αυτό το είχα βάλει εκεί.

Ο ύπνος ήταν παρελθόν, έφτασα το τηλέφωνο αφού πήρα στο διάβα μου ένα καλώδιο με ένα κινητό συνδεδεμένο.

~~

Ακόμη και σήμερα κρατάω το παλιό τηλέφωνο της γιαγιάς, εκείνο που πρωταγωνίστησε σε πολλές ταινίες περασμένων δεκαετιών. Πραγματικά όμορφο, το θαύμαζα καθώς σήκωνα το ακουστικό και το έφερνα στο αυτί μου.

«Ναι;» η φωνή μου βγήκε λες και δεν είχα κοιμηθεί ένα τρίωρο ήδη, καθαρή και στεντόρεια.

«Έλα ρε, ο Θεόφιλος είμαι» από την άλλη άκρη ακούστηκε μια μονότονη και βαθιά φωνή.

«Τι έγινε μωρέ μαλάκα βραδιάτικα;» του είπα με τα νεύρα να βγαίνουν πριν από την ερώτηση. «Τι σκατά έπαθες, δεν κανονίσαμε για αύριο;»

«Ναι, κοιμόσουν; Συγγνώμη αλλά…» απάντησε πάλι με την ίδια μονότονη φωνή. Έκατσα στο σκαμπό δίπλα από το τηλέφωνο και έπιασα ένα τσιγάρο από το πακέτο που για κάποιον λόγο βρισκόταν εκεί κοντά.

«Τι έγινε;» τον ρώτησα και περίμενα την ίδια απάντηση όπως τις τόσες άλλες φορές, η Άννα με χώρισε και η Άννα έφυγε, και η Άννα αυτό και η Άννα εκείνο.

Άναψα το τσιγάρο και ξεφυσώντας περίμενα να ακούσω τα όσα θα έλεγε ο Θεόφιλος.

«Γιατί σταματήσαμε να κατεβαίνουμε;» ήταν αυτό που με ρώτησε, ούτε Άννα, ούτε δανεικά, ούτε ντρόγκα, ούτε τα του Θεόφιλου τα συνηθισμένα.

Και συνέχισε: «Πότε σταματήσαμε να κατεβαίνουμε και να μαζευόμαστε και ποιόν ακούσαμε για να το κάνουμε αυτό; Ποιος μας επηρέασε;»

Σταμάτησε και περίμενε.

~~

Φύσηξα τον καπνό στο άπειρο και κλείνοντας τα μάτια του είπα:

«Θεοφιλάκο, είναι δώδεκα το βράδυ, αύριο πιάνω από τις έξι, τι μου λες; Δεν θες να τα πούμε αύριο το μεσημέρι μια και καλή;»

«Αύριο θα είναι αργά, σήμερα σε ρωτάω εγώ.

Γιατί σταματήσαμε αυτό που κάποτε μας ζούσε, γιατί σταματήσαμε να ζητάμε, γιατί κοιτάζουμε μόνο τον κώλο μας τα τελευταία χρόνια και αφήσαμε στην άκρη τις ιδέες μας;

Έχεις απάντηση;» κι όσο περνούσε η ώρα η φωνή του από μονότονη γινόταν πιο επιθετική, πιο δυνατή.

Δεν είχα απάντηση, για απάντηση έσβησα το τσιγάρο και κράτησα για λίγο την γόπα.

Θυμήθηκα τα Φθηνά Τσιγάρα και τον μπάρμαν που μάζευε γόπες, κάθε γόπα και μια σημαντική στιγμή κι απόφαση για κάποιον άνθρωπο.

Η δικιά μου γόπα την συγκεκριμένη στιγμή ήταν η πόρτα που έκλεισα χρόνια πριν στον Θεόφιλο και στον κόσμο του, πρώην και δικό μου κόσμο.

«Καληνύχτα Τέο, θα σε πάρω αύριο να βγούμε και να μιλήσουμε, καλά;» Είπα κοιτώντας την γόπα.

Σαν να περίμενε την απάντηση αυτή μου είπε: «Καλά, καλά, θυμάμαι και από πριν» κι έκλεισε.

~~

Έβαλα το αρχαίο ακουστικό στην θέση του και έκανα να σηκωθώ.

Ένιωσα μια αίσθηση πως πέφτω στο κενό, μούδιασαν τα άκρα μου και μια ανεπαίσθητη δύσπνοια με αγκάλιασε.

Άνοιξα τα μάτια μου και βρέθηκα στο κρεβάτι μου, είχα ξυπνήσει.

Όνειρο, είπα στον εαυτό μου. Ένα γαμημένο όνειρο από παλιά.

Γύρισα το πλευρό μου και μέσα στο σκοτάδι έλαμπαν οι δείχτες στο ξυπνητήρι, δώδεκα ακριβώς. Με μια ζέστη αποπνικτική, και έναν ιδρώτα να κυλάει παντού σηκώθηκα να ανασάνω.

Η ανάσα μου άργησε να βρει τους ρυθμούς της.

Περπάτησα στην διαδρομή που είχα κάνει ήδη, πέρασα το καλώδιο που φόρτιζε το κινητό μου, πλησίασα την εξώπορτα με την αντίκα που είχα για σταθερό τηλέφωνο, έκατσα στο σκαμπό και πήρα ένα τσιγάρο από το πακέτο που ήταν και πάλι εκεί δίπλα.

Άναψα και άρχισα να σκέφτομαι.

~~

Ο Θεόφιλος ήταν από τους πρώτους διπλανούς μου στις πρώτες πορείες, όταν βρισκόμασταν στην πρώτη μας αναζήτηση.

Όταν σαν πιτσιρικάδες ακούγαμε σοφίες ανδρών και τις αγκαλιάζαμε για δικές μας.

Όταν ήμασταν για μέρες σε δρόμους και καταλήψεις για δίκαιο ή άδικο, για δικαιώματα φυλακισμένων και αποφυλακίσεις βαρυποινιτών.

Όταν ακολουθούσαμε χιλιάδες ανθρώπων για κάτι ονόματα και συντάγματα, όταν βοηθούσαμε μεγαλύτερους ανθρώπους να γλιτώσουν από τάγματα εφόδου.

Όταν σε στέκια ήμασταν πίτα από την μαστούρα και το αλκοόλ, όταν δεν υπήρχε κανείς να μας πει ένα «Σταμάτα».

Όταν χωρίσαμε τους δρόμους μας για λίγο, για να ξεκόψει ο Θεόφιλος και να τελειώσω τις σπουδές μου εγώ.

~~

Όταν βρεθήκαμε ξανά και τον είδα και πάλι χρόνια αργότερα σαν έναν τελείως διαφορετικό άνθρωπο, ντυμένο σαν χαρτογιακά με σταθερή δουλειά και μισθό κάθε μήνα, όταν μου εκμυστηρεύθηκε πως ποτέ δεν ξέχασε όσα κάναμε τότε που πιστεύαμε σε κάτι, στο όποιο κάτι κι αν ήταν αυτό.

Αυτός ήταν ο Θεόφιλος που τηλεφώνησε από μακριά, από πολύ μακριά.

Βρήκαν τον Θεόφιλο σπίτι του ένα πρωί με τις φλέβες του κομμένες , έχει αρκετό καιρό.

Όπως έμεινε τα τελευταία του χρόνια, έτσι κι έφυγε – εντελώς μόνος του.

Είχαμε όλοι πλέον οικογένεια και δουλειά, είχαμε μεγαλώσει.

Κι έτσι έμεινε μόνος του ο Θεόφιλος, ένας ιδεολόγος κολλημένος στον αγώνα του πεζοδρομίου, για εμάς τους καθημερινούς ανθρώπους ένας ανεπρόκοπος βισματούχος της συμφοράς.

Και θεωρούμασταν και φίλοι του.

~~

Μέχρι και σήμερα δεν μπορώ να σκεφτώ για ποιόν λόγο μου τηλεφώνησε, αν υπάρχει ζωή μετά το τέλος θα  έχει δει τι λέγαμε πίσω από την πλάτη του.

Αλλά ήταν πάντα καλός ο Θεόφιλος, ένας καλός με τους άλλους και συνάμα κακός με τον εαυτό του ιδεαλιστής και οραματιστής.

Δεν έχω πάει ακόμη στον τάφο του.

Φοβάμαι πως αν πάω θα ξυπνήσω και πάλι στο κρεβάτι μου, δίπλα στο ξυπνητήρι μου και κοντά στην αντίκα το τηλέφωνο μου, θα ανάψω ένα τσιγάρο και θα σκέφτομαι για ποιον λόγο είδα ότι ο Θεόφιλος αυτοκτόνησε και αν σημαίνει κάτι το όνειρο μου.

~~

Μοιραστείτε το:

Similar Posts