«Δεν φοβάμαι τον θάνατο. Πιο πολύ φοβάμαι την ζωή παρά τον θάνατο»
Κάπως έτσι ξεκίνησε να μιλά και άναψε ένα Camel κίτρινο.
Πάντα αναρωτιόμουν πως διάολο τα καπνίζει, τόσο βαριά τσιγάρα. Ήταν από τα λίγα που του είχε περάσει ο πατέρας του ίσως, το βαρύ το αντρικό το τσιγάρο.
Τα άλλα τα αλαφριά είναι για τις πούστρες. Έτσι έλεγε ο σκληρός εκείνης της οικογένειας. Τον είχα γνωρίσει τον πατέρα του, κάποτε σε ένα ντέρμπι.
«Μια ζωή όλο ακούω να λένε για τον θάνατο, πως θα τους έρθει και πως θα τους βρει, πως θα γεράσουν και πως θα φαίνονται στην κάσα» συνέχισε φυσώντας στον ουρανό τον καπνό.
Με κοίταξε. Έπρεπε να συνεχίσω την κουβέντα, μάλλον.
Προσπάθησα.
«Ναι, είναι ένας φόβος ρε συ Μάκη.
Όσο καλά και αν τον κρύβεις και δεν τον παραδέχεσαι. Δεν γίνεται να μην φοβάσαι το άγνωστο. Το σκοτάδι ή το φως που θα έρθει, όταν έρθει» είπα με χαμηλωμένη φωνή καθώς περνούσε ένα ζευγάρι χέρι – χέρι πιασμένο.
Η ηθική του κώλου μας πιάνει τέτοια φθινοπωριάτικα απογεύματα, όλους εμάς τους ηθικολόγους της δεκάρας. Λες και συζητάμε κάτι το απαγορευμένο.
Ο Μάκης με την κάφτρα να φωτίζει ξαναπήρε μπροστά:
«Θα δεις το τέλος ρε; Θα δεις ότι είναι να έρθει; Όχι, ένα κομμάτι κρέας θα είσαι και τίποτα άλλο.
Θα είσαι μια ανάμνηση, αν έρθει κανείς στην κηδεία σου. Κι αν όσοι έρθουν, έρθουν πραγματικά για να σε αποχαιρετίσουν, αυτό ναι. Κάτι σημαίνει.
Αλλά αυτά δεν δίνουν κάποιο λόγο να φοβάσαι τον θάνατο.
Την ζωή φοβάμαι μικρέ, την ζωή που μπορώ να την βλέπω και να την βιώνω. Την ζωή την πουτάνα» τέλειωσε τινάζοντας την γόπα που ξεχείλισε.
Σε ένα πάρκο κάπου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης μια Τρίτη απόγευμα. Εκεί θα καταλάβαινα τον λόγο που ο Μάκης φοβόταν την ζωή κι όχι τον θάνατο.
Είχαμε ήδη μια ώρα που περιμέναμε. Το απόγευμα χαιρετούσε με κάτι ωραίους βοριάδες, το βράδυ ήρθε γρήγορα μετά τις χαιρετούρες του.
«Την ζωή που γίνομαι ανάμνηση για όλους τους» είπε και πέταξε ότι είχε μείνει από το Camel του. Έψαξε το τσαλακωμένο του πακέτο και έβγαλε ακόμη ένα.
Το άναψε και βολεύτηκε καλύτερα στο παγκάκι που είχαμε πιάσει.
Μέσα στα φαρδιά του ρούχα φαινόταν σκιά του εαυτού του.
Περιμέναμε τους άλλους αρκετή ώρα και βρήκα μια ευκαιρία να του κάνω μια κουβέντα. Ήταν δεν ήταν σαράντα και είχε την διάθεση να τα πει.
Και τα’πε.
«Δες τώρα, όλους αυτούς που θα έρθουν.
Τι με νοιάζει αν θα έρθουν όταν ψοφήσω; Πες μου. Με νοιάζει τι θα πουν πάνω από την πλάκα μου; Όχι.
Με νοιάζει τι λένε τώρα και φοβάμαι ότι πουν τώρα. Στ’ αρχίδια μου αν κατουράνε κάποτε το μνήμα μου.
Εγώ ξέρω ότι τους ξηγήθηκα σπαθί, τους ξηγιέμαι σπαθί εδώ και είκοσι – πόσα χρόνια.
Να πάνε να γαμηθούνε όταν πεθάνω, δεν τους φοβάμαι τότε. Τώρα είναι δίπλα μου, τώρα τους σέβομαι. Ίσως και τους φοβάμαι» συνέχισε μπουκωμένος με καπνό.
Δεν είχα λόγια να απαντήσω κι απλά κοιτούσα το άπειρο στο μικρό πάρκο που καθόμασταν.
Ναι, όταν δεν έχεις να πεις κάτι που πρέπει, ένας χώρος δύο μέτρων φαντάζει σαν αχανές διάστημα.
«Μίλα μωρε μαλάκα. Ποιος σε έβαλε να με ψαρέψεις;» με ρώτησε χτυπώντας τον ώμο μου, με ένα κρυφό γέλιο κάτω από την χαρακωμένη του μύτη.
«Κανένας, εγώ ρωτάω. Δεν σε βλέπω τριγύρω, μόνο μέσα σε αυτά τα σκατά.
Ακόμα.
Και δεν μου αρέσει. Ξεκόλλα Μάκη όσο ακόμη είναι ώρα και τις φιλοσοφίες για τον Μίστερ με την κάπα άφησε τες»
Εκείνος έφτυσε το τσιγάρο από το στόμα του, επάνω μου. «Ο ΜΙΣΤΕΡ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΠΑ;» με ρώτησε. Κι άρχισε να γελάει. Και συνέχισε για μισό λεπτό, μέχρι που τον έπιασε εκείνος ο κωλο-βήχας του.
«Μπράβο ρε συ μικρέ, μπράβο. Ωραίος, ναι. Ο Μίστερ.
Κάνε τον κι αυτόν ιστορία, να μπει κι αυτός στο πάνθεον σου» συνέχισε, με ακόμη ένα χαμόγελο.
Και μας έπιασαν και τους δυο τα γέλια.
Ασθμαίνοντας σηκώσαμε τα κεφάλια καθώς άρχισαν να ακούγονται οι πρώτες φωνές από τον δρόμο απέναντι. Ο Μάκης γύρισε τόσο απότομα το κεφάλι του που φοβήθηκα ότι θα ξεκολλήσει.
Τα μάτια του γούρλωσαν καθώς σηκωνόταν όρθιος και κοιτούσε στο σούρουπο του απέναντι δρόμου. Είχε μια όραση μικρού παιδιού παρά τα χρόνια του.
«Καμιά πενηνταριά» είπε στον εαυτό του μάλλον. «Κι όλοι ακούγονται ψημένοι, πολλοί παλιοί θα είναι μαζί τους»
Έτριψε τα χέρια του καθώς προχωρούσε στην αντίθετη πλευρά. Έδεσε τα μαλλιά του και έβαλε τα δυο δάχτυλα στο στόμα του, σφυρίζοντας δυο φορές.
«Φύγε μικρέ. Θα συνεχίσουμε μεθαύριο αν πάνε σκατά τα πράγματα σήμερα. Ή αύριο αν πάνε όλα καλά. Πέρνα για καμιά μπύρα μωρέ μαλάκα, μαύρη πέτρα έχεις ρίξει» είπε.
Κι άρχισαν να εμφανίζονται πολλοί από την μεριά που σφύριξε ο Μάκης. Χωρίς διακριτικά κι αυτοί, σαν τους άλλους του απέναντι δρόμου.
Τώρα κι εγώ τους έβλεπα.
«Φύγε πριν γίνει καμιά στραβή, θα μιλήσουμε» ξαναείπε.
Τον έβλεπα να απομακρύνεται μαζί με τους άλλους, με τα άλλα παιδιά που ήξερα καιρό. Πήγαιναν να συναντήσουν τους άλλους, τα «εκείνα» παιδιά που δεν ήξερα.
Και έτσι κατάλαβα τι εννοούσε ο Μάκης.
Την ζωή φοβάμαι, όχι τον θάνατο.
Τέτοια ζωή στην οποία έχεις επιλέξει ότι κι ο Μάκης, βασίζεσαι σε όποιους βασίζεται κι ο Μάκης, έχεις απέναντι όποιον έχει κι ο Μάκης και έχεις να σε καλύπτει όποιον έχει κι ο Μάκης ναι, δίκαια την φοβάσαι.
Comments by Απόστολος Σαμακοβλής