Πώς να ξεκινήσω;
Απευθείας στο θέμα. Χωρίς καμιά αναφορά στο παρελθόν, ναι.
Θα πω αμέσως τί θέλω και τί αισθάνομαι. Να της αποσπάσω την προσοχή κατευθείαν, να σταματήσει ότι σκέφτεται και να κρέμεται από την κάθε επόμενη λέξη μου.
Αλλά πώς να το κάνω αυτό;
~~
Το μυαλό του Νικ έπαιζε ένα άτιμο παιχνίδι την τελευταία ώρα. Είχε αποφασίσει ότι θέλει να γράψει το γράμμα, αλλά δεν είχε αποφασίσει τον τρόπο. Δεν είχε διαλέξει τις λέξεις.
Και οι λέξεις έπαιζαν καθοριστικό ρόλο για το συγκεκριμένο γράμμα.
Μηχανικά το χέρι του πήρε ένα Φτηνό Τσιγάρο, το έβαλε στο στόμα του και το άναψε. Αμέσως το μυαλό του άρχισε να μαλώνει με το χέρι του.
-Σήμερα καθάρισε ο άλλος, θα το κάνεις πάλι χάλια το σπίτι.
Το χέρι απάντησε.
-Σιγά το σπίτι. Ένα σαλόνι της κακιάς ώρας με ένα δωμάτιο. Και τα δυο σχεδόν άδεια, όπως το ψυγείο. Μόνο κρασιά έχει μέσα.
Το μυαλό του Νικ σιώπησε, δεν ήθελε να συνεχίσει το διάλογο. Το στόμα του όμως μετέφερε την εντολή:
Θα σκάσετε και οι δυο; Τώρα βρήκατε να σφαχτείτε; Έχω να ξεκινήσω κάτι σημαντικό κι εσείς τρώγεστε σαν τη γάτα με το σκύλο.
Ρούφηξε δυο γερές τζούρες και άφησε τον καπνό να φύγει στο ταβάνι.
Πώς να ξεκινήσω; Τι να πρωτογράψω;
«Σε θυμήθηκα σήμερα και είπα να σου γράψω…» όχι, μαλακία.
Πρώτον, είναι ψέμα. Δεν τη θυμήθηκα σήμερα, τη θυμάμαι συνέχεια. Δε θέλω να ξεκινήσω με ψέμα.
Ας το πάω αλλιώς.
«Σαν και σήμερα γνωριστήκαμε θυμάσαι; Από τη μέρα που…» όχι, όχι.
Πολύ ηλίθια εισαγωγή και ανούσια. Θυμάσαι; Τί θυμάσαι;
Πώς είναι δυνατόν να θυμάσαι;
Αφού ήθελες να ξεχάσεις από καιρό. Τώρα θα θυμάσαι;
Πώς να το ξεκινήσω το γαμημένο;
Κατάλαβε ότι τα πράγματα ήταν σοβαρά όταν άρχισε να μιλάει στον εαυτό του. Ή όταν τα μέλη του σώματος του άρχισαν να ξεκινούν καυγάδες χωρίς λόγο.
Όπως αυτή η πλεονεξία λέξεων, χωρίς λόγο.
Όπως τώρα που καυγάδιζαν για το Φτηνό Τσιγάρο του και τον καπνό που θα άφηνε στο σαλόνι του.
Ε και; Εκείνη δεν είναι εδώ. Δε θα την ενοχλήσει ο καπνός και η μυρωδιά. Να ξέρετε και οι δυο, μόνο για εκείνη δεν κάπνιζα μέσα ένα χρόνο τώρα.
Σιωπή και από τους δυο τους. Σιωπή και από τον ίδιο τον εαυτό του.
Πώς γίνεται όταν θέλω βοήθεια να είμαι μόνος μου, μου λέτε; Πώς στο διάολο όταν σας χρειάζομαι με αφήνετε μονάχο;
Πάλι σιωπή. Καμιά απάντηση από κανένα μέλος του, ούτε από τον Νικ τον ίδιο.
Ας είναι, θα παλέψω μόνος μου.
Έσβησε το τσιγάρο και πήρε μια βαθιά ανάσα, όσο βαθιά μπορούσε να πάρει. Τη ζημιά την είχε πάθει βέβαια αλλά ακόμη ανάσαινε σχεδόν κανονικά.
Έριξε το βλέμμα στο μπαλκόνι και στα απλωμένα ρούχα που είχαν γίνει μούσκεμα. Δε βαριέσαι, όταν βγει για τα καλά ο ήλιος θα τα στεγνώσει και πάλι.
Λοιπόν, ξεκινάω και όπως βγει.
Και ξεκίνησε το γράμμα που δε θα έστελνε ποτέ.
«Πέρασα από την παλιά γειτονιά σου εχθές, σήμερα που σου γράφω είναι 14 Απριλίου.
Δίστασα για λίγο αλλά έστριψα στη γωνιά με τα γυαλικά και μπήκα στην είσοδο σου, στο παλιό σου σπίτι. Εκεί που ξαναγύρισες.
Το πρώτο που έκανα ήταν να θάψω την ντροπή μου και να κοιτάξω το κουδούνι σου.
Τίποτα, κενό. Δεν έγραφε το όνομα σου. Κατάλαβα, όχι ότι ήθελε και μεγάλη φαντασία, ότι έφυγες.
Έφυγες, δεν ξέρω κι εγώ πότε. Και δεν είπες τίποτα, ούτε ένα γεια. Ένα Γραφικό τελευταίο αντίο, ένα τελευταίο ανάθεμα για τους μήνες που σε ταλαιπώρησα.
Τίποτα, απλά έφυγες.
Έκατσα να το συνειδητοποιήσω ένα δεκάλεπτο. Δεν το πίστεψα στην αρχή και το μυαλό μου με πίεζε να χτυπήσω σε εκείνο το καλό παιδί που έμενε δίπλα σου, τον Κώστα, να τον ρωτήσω αν ήξερε που πήγες.
Το σκέφτηκα, τόλμησα να σηκώσω το χέρι μου όμως εκείνο δεν υπάκουσε στην εντολή. Επέμεινε να φύγω και να σε ξεχάσω μια και καλή.
Τότε ήταν που ξεκίνησαν οι δυο τους να μαλώνουν, ακόμη και τώρα που σου γράφω, συνεχίζουν. Τώρα διαφωνούν για το αν θα πρέπει να καπνίζω στο σπίτι, τώρα που έφυγες.
Ναι, καπνίζω πλέον μέσα συνέχεια, δεν ανοίγω κανένα παράθυρο και η μπόχα είναι διαρκής.
Θα το σιχαινόσουν το σπίτι μου τώρα.
Δεν χτύπησα στον Κώστα. Πήρα το σώμα μου και πήγαμε να τα πιούμε.
Γύρισα στις έξι το πρωί, νομίζω. Θα σε είχε πιάσει ταραχή αν με έβλεπες. Ποτέ δε σου άρεσε όταν ξενυχτούσα, μου το είχες πει από την πρώτη φορά που κοιμηθήκαμε μαζί.
Αλλά δεν σε άκουσα τότε, δεν σε σκέφτηκα τώρα.
Να, ξεκίνησαν τα ψέματα.
Όχι, σε σκέφτηκα. Τώρα, εχθές, κάθε μέρα που πέρασε. Σε σκέφτηκα γι’ αυτό και σου γράφω.
Θα σου πω μεμιάς αυτό που θέλω, αυτό που επιθυμώ εδώ και πολλές μέρες.
Θέλω άλλη μια ευκαιρία. Θέλω για δεύτερη φορά να μου εμπιστευθείς τον χρόνο σου. Και θα κάνω το ίδιο κι εγώ. Αλλά αυτή τη φορά θα το κάνω σωστά.
Θέλω να σε κάνω να νιώσεις ότι ακριβώς επιθυμείς να νιώσεις.
Ξέρεις ότι δεν θα πάρω τηλέφωνο, ξέρεις ότι δεν θα σε ψάξω περισσότερο. Ήδη έκανα ένα τεράστιο για εμένα βήμα.
Να πάω από το παλιό σου σπίτι; Με όσα συνέβησαν την ημέρα που έφυγες και ήρθες σε εμένα με ένα σάκο κι ένα γάτο τραυματία;
Αλήθεια, ο Σταχτής τι κάνει; Το όνομα του, και στο είχα πει κιόλας, μου άρεσε υπερβολικά πολύ.
Ελπίζω να τον έχεις πάρει μαζί σου και να μην τον εγκατέλειψες σε καμιά γειτονιά με συμμορίες αδέσποτων σκύλων. Πάντα τον συμπαθούσα και νομίζω ότι και εκείνος με συμπαθούσε.
Μην τσαντιστείς, είναι η άμυνα μου να πηδάω από το ένα θέμα στο άλλο. Το ξέρεις αυτό.
Σε σκέφτομαι συνέχεια. Μεγάλη κλισέ φράση, αλλά δεν έχω κι άλλη για να σου περιγράψω τι ακριβώς κάνω. Γιατί αυτό κάνω, σε σκέφτομαι συνέχεια.
Σκέφτομαι τον χρόνο που περάσαμε μαζί και τον χρόνο που είμαστε χωριστά.
Για εσένα λογικά είναι λύτρωση, όμως για εμένα κάθε μέρα που προστίθεται στον χρόνο αυτό είναι και ένα καρφί στον Σταυρό που είμαι κρεμασμένος.
Αυτό το διάβασα σε ένα βιβλίο σου που έκρυψα την ημέρα που έφευγες. Ξέρω ότι θα θυμώσεις ή θύμωσες. Αλλά ήθελα κάτι δικό σου πέρα από τις αναμνήσεις.
Κλείνω το γράμμα μου. Κλείνουν και τα μάτια μου και αυτός ο κωλο-ήλιος άρχισε να τρυπώνει από το παράθυρο και με εκνευρίζει αφάνταστα.
Ξέρεις που βρίσκομαι και ξέρεις που θα βρίσκομαι για λίγο καιρό ακόμη. Αν άλλαξες ή αν αλλάξεις γνώμη έλα και χτύπα το κουδούνι μου.
Το όνομα μου είναι γραμμένο ακόμη στο κουδούνι μου. Και θα είναι για λίγο καιρό ακόμη.»
Ο Νικ σήκωσε το χέρι του και ρούφηξε μια μεγάλη τζούρα από το τελευταίο Φτηνό του Τσιγάρο. Είχε τελειώσει το πακέτο του και το είχε αγοράσει πριν κάτι ώρες. Το μυαλό του είχε σωπάσει, το χέρι του είχε κερδίσει τη μάχη.
Σηκώθηκε, πέταξε το τσιγάρο στο πάτωμα και άρχισε να περπατά προς την κρεβατοκάμαρα. Πάνω στο γραφείο του είχε έναν κίτρινο φάκελο.
Τον πήρε και αφού δίπλωσε το κακογραμμένο του γράμμα πήγε να το βάλει μέσα. Τελευταία στιγμή κοντοστάθηκε και το άνοιξε. Πήρε ένα στυλό από το κομοδίνο του και συμπλήρωσε δυο τελευταίες λέξεις:
«Στην Σ.»
Δίπλωσε το γράμμα του και το έβαλε στον κίτρινο φάκελο. Τον άφησε στο κομοδίνο και όπως ήταν με τα ρούχα, έπεσε στο κρεβάτι. Το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας ήταν κλειστό.
Οι τελευταίες του σκέψεις ήταν οι ακόλουθες:
Θα στο στείλω αύριο, τώρα είμαι χώμα. Περίμενε με, μια ακόμη μέρα. Σε παρακαλώ.
Περίμενε με.
Το τσιγάρο που πέταξε στο πάτωμα στο σαλόνι, δεν έσβησε. Ο Νικ είχε συνηθίσει τον καπνό και τη μυρωδιά του καμένου για να αντιδράσει έγκαιρα.
Όταν κατάλαβαν οι γύρω, ήταν αργά.
Το γράμμα του δε διαβάστηκε ποτέ.
Από τη συλλογή: Γράμματα που δεν ανοίχτηκαν Ποτέ
Άλλες ιστορίες του Νικ:
https://causticauthors.gr/perimene-me-imera-tou-nik/
Comments by Απόστολος Σαμακοβλής