Τώρα τι να σου πω, το κάγκελο για όλους το ίδιο είναι. Τα όρια του κάθε ανθρώπου είναι που διαφέρουν
Ξανά και ξανά έρχεται στα αυτιά μου αυτή η φράση, κάθε βράδυ, ειπωμένη από μια αόριστα γνωστή φωνή αλλά ποτέ δεν θυμάμαι σε ποιον ανήκει.
Κάθε φορά ξεκινά με έναν ψίθυρο που αρχίζει και χαϊδεύει το αυτί με το που καθίσω στο κρεβάτι, βγάλω τα γυαλιά και ξαπλώσω το έρμο το κορμί μπας και βρει καμιά ώρα να ξεκουραστεί.
Με το που τα μάτια σφαλίσουν, ο ψίθυρος γίνεται ένα συνεχές μουρμουρητό, με το που βγω στο ξέφωτο του Σμαραγδένιου Ονείρου το μουρμουρητό γίνεται λογύδριο και έπειτα διάλεξη σε ένα ανύπαρκτο κοινό που διψά να ακούσει ενώ παράλληλα βιάζεται να αποχωρήσει από μια αίθουσα που κανείς δεν βλέπει, αλλά υπάρχει.
Το δωμάτιο μεταμορφώνεται και την θέση της τηλεόρασης παίρνει μια σιδερένια πόρτα που κλειδώνει μόνο από έξω, την θέση της ντουλάπας ένα παράθυρο σφαλιστό που κοιτάζει σε έναν ουρανό από άλλη εποχή, την θέση του γραφείου των ΙΚΕΑ την παίρνει ένας κουβάς που χρησιμεύει μια φορά την ημέρα.
«Σκατά» σκέφτομαι. Στην κυριολεξία και με όλους τους τόνους.
Σκατά.
Και είναι βέβαια ένα δωμάτιο αλλά όταν βρίσκεσαι μέσα στο μυαλό σου, δεν το καταλαβαίνεις.
Δεν το καταλαβαίνω.
Είχα γνωρίσει κάποτε έναν τσοπάνη στο χωριό, ο άνθρωπος ήταν ξένος και όλη την ημέρα, από το πρωί μέχρι νομίζω και τις εννέα το βράδυ, για επτά ημέρες την εβδομάδα βρισκόταν με ένα κοπάδι πρόβατα. Τα έβοσκε, τα πρόσεχε, τα σαλαγούσε, τα άρμεγε, εάν χρειαζόταν τα έσφαζε και πληρωνόταν αν θυμάμαι καλά τον μήνα εκατό χιλιάδες δραχμές.
Διαμονή και φαγητό δωρεάν.
«Τι να σου πω μικρέ» έλεγε, όχι απλά με σπαστά ελληνικά αλλά με τσακισμένα.
«Όλη την ημέρα εδώ, χωράφια, πρόβατα και λύκοι. Σαν φυλακή είναι, τα κάγκελα μόνο λείπουν»
«Υπερβάλλεις λίγο, είσαι έξω και βλέπεις αυτά τα μέρη. Έχεις και φαγητό και κάπου να κοιμηθείς και το πιο σημαντικό, είσαι ζωντανός. Που είναι η φυλακή και τα κάγκελα;» τον ρώτησε ο πατέρας μου με την έκπληξη και αυτό το παράπονο του Έλληνα όταν ακούει κάτι το παλαβό – όταν ο ίδιος θεωρεί το παλαβό φυσιολογικό.
Και συνεχίστηκε η κουβέντα τους μέχρι να φτάσουμε στο μαντρί του και να τον περιμένουμε να στριμώξει τα ζωντανά και να τον πάμε μέχρι την πόρτα του σπιτιού που τον φιλοξενούσε.
«Μην είσαι αχάριστος, μια χαρά είσαι εδώ» είπε ο πατέρας μου, τον κέρασε το τελευταίο τσιγάρο της ημέρας και τον καληνύχτισε.
Ξέχασα να τον χαιρετίσω και ακολούθησα τον πατέρα μου.
Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν έβλεπε όλη την ημέρα το φως της, έβλεπε πράσινο τοπίο και άκουγε την ζωή της φύσης στα καλύτερα της κι όμως, έβλεπε όλο αυτό το σύνολο σαν ένα κελί.
Σαν κάγκελο.
Παράλογο, νόμιζα τότε.
Τώρα τι να σου πω, το κάγκελο για όλους το ίδιο είναι. Τα όρια του κάθε ανθρώπου είναι που διαφέρουν
Έναν χρόνο νομίζω αργότερα έτυχε να πάω μια επίσκεψη στο τοπικό σωφρονιστικό κατάστημα, ήμουν και πάλι μικρός για να θυμάμαι ακριβώς την εμπειρία.
Θυμάμαι την διαδρομή ολόκληρη μέχρι τις πύλες, θυμάμαι τον έλεγχο σε όλους μας, ακόμη και σε εμένα, θυμάμαι ένα δωμάτιο με πολλά τραπέζια και πολλούς ανθρώπους να κάθονται στις καρέκλες.
Στο τραπέζι που καθόμουν όλοι ήταν σκυθρωποί και λιγομίλητοι εκτός από τον κρατούμενο, τον δικό μας κατάδικο όπως τον λέγανε κάποιοι τότε, ο οποίος για κάποιον ανεξήγητο λόγο χαμογελούσε.
«Έλα ρε μάνα, σαν ξενοδοχείο είναι εδώ μέσα. Σε ταΐζουν και σε κοιμίζουν τζάμπα. Το κακό είναι ότι σε ένα εξάμηνο τελειώνω και θα έρθω σπίτι. Πάλι θα πληρώνεις μάνα» είπε.
Κι όλα αυτά γελώντας.
«Πάλι μέσα στο κάγκελο θα με βάλεις μάνα» συνέχισε.
Βεβιασμένα γέλασα κι εγώ, απέστρεψα το βλέμμα και είδα ότι ήμασταν οι μόνοι που το κάναμε εκεί μέσα.
Γύρω – γύρω παντού κλάμα και θλίψη, παντού ψίθυροι και συζητήσεις, παντού οι αύρες των φυλάκων να παριστάνουν ότι προστατεύουν. Ήμασταν μέσα σε φυλακή. Αλλά αυτός που γελούσε απέναντι μου και κρατούσε το χέρι της μάνας του δεν την έβλεπε την φυλακή, δεν έβλεπε κανένα κάγκελο.
Το κάγκελο ήταν στο σπίτι του.
«Να θυμάσαι εδώ καταλήγουν οι κακοί, να διαβάζεις και να μην εμπιστεύεσαι κανέναν, δεν υπάρχουν φίλοι. Άκου με για να μην καταλήξεις κι εσύ σε κάνα τέτοιο σπίτι με κάγκελα γύρω – γύρω» είχα μια διαολεμένη φωνή να μου ψιθυρίζει κατά την διάρκεια της επιστροφής από το κατάστημα στο σπίτι.
Και για πολλά χρόνια έλεγε τα ίδια.
Τώρα τι να σου πω, το κάγκελο για όλους το ίδιο είναι. Τα όρια του κάθε ανθρώπου είναι που διαφέρουν
Πολλά χρόνια μετά από την επίσκεψη στο κατάστημα κράτησης ήρθε η ώρα για τα χακί. Έφτασα στο μαντρί ένα πρωί και η πρώτη εικόνα που είδα ήταν πρόσωπα να ταξιδεύουν σε κάτι χαμένα όνειρα των ποιητών της θάλασσας που ποτέ δεν εκπληρώθηκαν, να κοιτάζουν χωρίς να βλέπουν το χάραμα με ένα τσιγάρο στα χέρια ψάχνοντας κάποιον με το ίδιο πρόσωπο να πουν μια κουβέντα της ίδιας σχολής.
Κι εγώ έχω βρει τον Άρη , ας τον πούμε έτσι – Άρη , και από την πρώτη ημέρα που μπήκαμε μαζί, κολλήσαμε.
Ανεβήκαμε την ατέλειωτη ανηφόρα προς το στρατόπεδο στις επτά το χάραμα, μυρίσαμε την χλόη και τα πεύκα μαζί με την ξινίλα του απέναντι αγουροξυπνημένου αρχιφύλακα, είδαμε πρώτη φορά στην ζωή μας παρατάξεις και στοιχίσεις.
Και δώσε προσοχές και αναπαύσεις, και δώσε ξεψάχνισμα τα πράγματα στον σάκο, και πάμε σε γιατρούς και ψυχολόγους. Όλα αυτά σε ένα χαμηλοτάβανο δωμάτιο, άσπρο και άνοστο με τρεις γιατρούς για χίλιους νεοσύλλεκτους.
«Έχεις καμιά δυσκολία να προσαρμοστείς; Νιώθεις κάπως περίεργα σήμερα με ότι βλέπεις; Έχεις κάποιο πρόβλημα;» οι ερωτήσεις της ψυχολόγου, μιας κοπελίτσας όχι πολύ μεγαλύτερη από εμάς τότε.
Όχι αγαπητή, όλα καλά, τι ακριβώς να έχω; Ανάμεσα σε μιλιταριστές φασιονίστες και απαίδευτους επικεφαλείς, είμαι μια χαρά.
Όχι, δεν έχω κάποιο πρόβλημα.
Στην τριμηνία σε μια σκοπιά είχαμε ένα μπουκάλι τζιν με τον Άρη παρέα, είχαμε και τρίτο νούμερο – έφοδος δεν έβγαινε ποτέ οπότε μεθούσαμε σε κάθε τρίτο νούμερο.
Στηριγμένοι στο τσιμέντο με τα όπλα κάτω, αναλύαμε τα πάντα που νομίζαμε πως μας αφορούσαν:
«Μαλάκα, όσες φορές και να σκέφτομαι την φυλακή και το πόσο σκατά μπορεί να είναι, δεν μπορώ να βρω διαφορές με εδώ μέσα» είπε κι άναψε κι ένα τσιγάρο.
Το τρίτο στην σκοπιά. «Πραγματικά σκέψου: έχουμε τζάμπα φαγητό, κρεβάτι, ρούχα, μαλάκες ένα γύρω να γαβγίζουν. Ποια η διαφορά;»
«Τα παραλές, δεν είμαστε φυλακή, μια χαρά είναι εδώ μέσα. Απλά κλείσε τα μάτια και τα αυτιά σου και κάνε ότι σου λένε μέχρι να τελειώσει η θητεία» είπα παίρνοντας το τζιν από τα χέρια του.
Μου το έδωσε, αλλά το χέρι του δε κατέβηκε, μου έδειχνε προς τα πίσω μας. Σήκωσα το όπλο που είχα αφήσει αλλά με σταμάτησε και συνέχισε να δείχνει.
Γυρνώντας είδα τα κάγκελα της πύλης.
«Κάγκελο εδώ, κάγκελο κι εκεί» μου είπε.
Απλός και κατανοητός ήταν ο Άρης, δεν τον είδα ξανά από την ημέρα που απολυθήκαμε.
Τώρα τι να σου πω, το κάγκελο για όλους το ίδιο είναι. Τα όρια του κάθε ανθρώπου είναι που διαφέρουν
Η καθημερινότητα πλέον έχει βρει κάποιον δρόμο, δουλειά με μισθό να περνάμε τον μήνα μας σχετικά καλά, μια γυναίκα που αν με έχει βαρεθεί δεν το δείχνει ή εάν το δείχνει δεν το καταλαβαίνω. Δυο παιδιά στα δύσκολα χρόνια της εφηβείας, με σχολεία και φροντιστήρια, χώρια τα δικά τους τα περίεργα.
Κι εγώ σε μια λούπα κάθε μέρα, με τσακισμένα τα πνευμόνια μου, πλέον δεν μπορώ να ανέβω ούτε την σκάλα για το γραφείο χωρίς να αρχίσω να σφυρίζω σαν τσαγιέρα, δεν μπορώ να μην ανακατευτώ όποτε κι αν συναντήσω το αφεντικό – ένα μαλακιστήρι κάπου στα τριάντα με μια μύτη μέχρι τον ουρανό κι ένα πουλί χωμένο σε οποιαδήποτε εργάζεται γι αυτόν, δεν μπορώ να μην αγχώνομαι κάθε τέλος του μηνός για όλα.
Για όλα όμως.
Σπίτι δεν μπορώ να ησυχάσω όποτε τα πιτσιρίκια βγαίνουν έξω, το ξενύχτι χωρίς τσιγάρο και αλκοόλ δεν παλεύεται. Όποτε η γυναίκα με κοιτάζει σαν να περιμένει κάτι αποστρέφω το βλέμμα, γενικά δεν μπορώ να σκεφτώ λογικά μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου που πηγαίνω να ξαπλώσω το έρμο το κορμί μήπως και ησυχάσει καμιά ώρα.
Κατευθείαν, με το που βγάλω γυαλιά, ξαπλώσω και ξεχαστώ η τηλεόραση γίνεται σιδερένια πόρτα που κλειδώνει μόνο από έξω, η ντουλάπα ένα παράθυρο σφαλιστό που κοιτάζει σε έναν ουρανό από άλλη εποχή, το γραφείο των ΙΚΕΑ γίνεται ένας κουβάς που χρησιμεύει τρεις φορές πια την μέρα.
«Σκατά» σκέφτομαι.
Και μονολογώ ένα παλιό νανούρισμα μέχρι να κλείσω τα μάτια, βρίσκομαι ξανά στο Σμαραγδένιο Όνειρο περιμένοντας τον ύπνο:
«Tο κάγκελο για όλους το ίδιο είναι. Τα όρια του κάθε ανθρώπου είναι που διαφέρουν»
Comments by Απόστολος Σαμακοβλής