Έκλεψα κάτι, μια μόνο φορά, όταν ήμουν εννιά χρονών.

Και εκείνο το κάτι ήταν ένα κουτάκι. Ένα μικρό, ροζ – για κάποιο λόγο ναι, ροζ, λουλουδάτο – ναι, και λουλουδάτο, κουτάκι.

Λοιπόν, είμαστε στο χίλια εννιακόσια ενενήντα εννιά, ή 1999, σε μια συννεφιασμένη ημέρα του Νοεμβρίου, γύρω στις έντεκα το πρωί.

Η μουντάδα του καιρού σκαλίζει το τζάμι του δωματίου μου και με στεναχωρεί περισσότερο από το σχολείο που θα ξεκινήσει σε τρεις ώρες.

Όταν είσαι απογευματινός προλαβαίνεις να χαρείς την ημέρα σου. Πώς χαίρεσαι την ημέρα σου όταν είσαι παιδί στην δεκαετία “Χ” και δεν έχει παιδικά;

Βλέπεις πρωινές επιμορφωτικές εκπομπές με δημοσιογράφους έγκριτους που συζητούν με τους ευυπόληπτους πολιτικούς. Βλέπεις τις επόμενες από τις πρωινές εκπομπές, οι οποίες παρουσιάζουν ότι παρουσίασαν οι πρωινές εκπομπές μαζί με μαγειρική και κουτσομπολιά. Προλαβαίνεις να παίξεις και ένα γύρο Metal Gear Solid στο PlayStation.

Πολλά προλαβαίνεις να κάνεις.

Διάβασμα δεν χρειάζεται, επειδή είσαι παιδί θαύμα το έχεις κάνει από το προηγούμενο βράδυ, με το που σχόλασες.

Στο «σήμερα» που συμβαίνει η ιστορία, δεν την χάρηκα την ημέρα μου.

Στις δέκα και κάτι αποφασίζει η θεία μου να πάει να ψωνίσει το πεσκέσι της για μια επίσκεψη που έχουμε προγραμματίσει οικογενειακώς για το Σάββατο.

Θέλει παρέα, εγώ είμαι ο μόνος που είναι εύκαιρος οπότε αναγκαστικά ντύνομαι, βάζω τις φόρμες – συνολάκι πάνω και κάτω  με ασορτί μπουφάν – και την ακολουθώ.

«Εσύ θα διαλέξεις το δώρο της θείας, καλά;» με ρωτάει με το που βγαίνουμε από το σπίτι.

Είναι η άλλη η θεία, η στριμμένη. Στα σόγια υπάρχουν πάντα δυο στρατόπεδα, οι κακοί στριμμένοι και οι «δικοί μας». Έτσι είμαστε κι εμείς, η θεια και τα ξαδέλφια που θα πάμε επίσκεψη είναι τα στριμμένα άτομα της οικογένειας.

Μόνο εγώ το βλέπω έτσι βέβαια, οι δικοί μου νομίζουν πως έχουμε την καλύτερη σχέση με τα άλλα τα μούλικα.

Το ότι κάθε γονιός πιστεύει πως τα ξαδέλφια πρέπει και να αγαπιούνται με ξεπερνάει.

«Ναι θεία» λέω.

Οι δρόμοι είναι γεμάτοι από κόσμο παρά την συννεφιά. Τα λιγοστά δέντρα ένα γύρω έχουν ακόμη φύλλα πάνω τους, είναι λογικά εκείνα που κρατάν τα μαλλιά τους όλο τον χρόνο.

Δεν έχω καταφέρει να τα ξεχωρίσω από τα άλλα που τα ρίχνουν.

( Όλη η νοστιμιά της δεκαετίας Χ που μας άνδρωσε ήταν το ντύσιμο. Ειδικά των γυναικών. )

Για μια απλή βόλτα και αγορά στο διπλανό στενό, η θεια έχει επιλέξει να φορέσει ένα ταγιέρ σε χρώμα μπλε ανοιχτό με ασορτί παπούτσι, τα καλά τα σκουλαρίκια της και το δαχτυλίδι με το κοτρώνι στον παράμεσο.

Τα μαλλιά ήταν ήδη φτιαγμένα από προχθές για την επίσκεψη, είχαν μπει μέσα σε εκείνη την ακατανόητη κάσκα που υπήρχε στα κομμωτήρια και είχαν φουντώσει σε τρομερά αστείο βαθμό.

Στην πρώτη στάση μας βρίσκεται το ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς που υπάρχει από πάντα, πραγματικά πριν από τους πρωτόπλαστους ο Θεός πιστεύω πως δημιούργησε το συγκεκριμένο οικοδόμημα.

Κάτι οι τέντες που ήταν κάποτε τέντες και πλέον είναι κάτι πανιά άχρωμα πάνω σε σίδερο, κάτι τα τζάμια που έχουν γίνει τσιμέντο από τον ήλιο χρόνων, κάτι το χρώμα το ποντικί μέσα. Κάτι η τρομερή μορφή του κυρ – Στέργιου του ζαχαροπλάστη, που όσα χρόνια και να περάσουν είναι πάντα στην ίδια ηλικία.

«Σαν πολλά δεν πήρες;» λέει στην θεια με το που της δίνει τα ρέστα. Και δυο σακουλάρες με γλυκά που ποτέ κανείς δεν θα φάει.

«Έχουμε γιορτή το Σάββατο» απαντάει εκείνη με χαμόγελο και σκέρτσο.

«Ναι, να μας περιμένει ο Βασιλιάς για φαγητό και καλαμπούρι». Το σκέφτομαι και της το λέω με το που βγαίνουμε από το ζαχαροπλαστείο  το οποίο θα κλείσει σε δέκα χρόνια αφού βγούμε, πάνω – κάτω.

«Ο βασιλιάς πέθανε, ζήτω ο βασιλιάς». Αυτό το σκέφτομαι, αλλά δεν της το λέω.

Η δεύτερη μας στάση είναι ένα μαγαζί με γυαλικά και είδη δώρων, ένα από αυτά τα κέντρα βασανισμού παιδιών. Αυτά τα μαγαζιά όπου πέντε λεπτά διαρκούν δυο ώρες.

Πριν μπούμε λέω στην θεία να την περιμένω έξω.

«Μόνος σου, θα σε κλέψει κανένας μέρα μεσημέρι στην γειτονιά, τι θα πω στην μάνα σου;».

«Ρε θεία, είναι μέρα, είναι μεσημέρι, είμαι στην γειτονιά μου και θα με κλέψουν; Που ζούμε;».

Σκέφτομαι. Δεν της το λέω.

Ανοίγουμε και μπαίνουμε, με τα πολλά. Το μαγαζί είναι ένα ορθογώνιο κτίσμα με ράφια παντού, γεμάτα ράφια με ποτήρια, γυάλινα βάζα, ξύλινα τεχνουργήματα κι άλλα αντικείμενα διακόσμησης που δεν έχω ιδέα σε τι χρησιμεύουν.

«Καλημέρα Γιάννη» χαιρετάει τον ιδιοκτήτη, έναν αντιπαθητικό κύριο με κάτι τεράστια γυαλιά, σχεδόν δεν παρατηρείς την καράφλα του. Τόσο χώρο πιάνουν στο κεφάλι του.

Πάντα λιγομίλητος ο μπάρμπα – Γιάννης, μπορεί και λίγο αργόστροφος, ούτε που δίνει σημασία. Συνεχίζει και διαβάζει την εφημερίδα της κυβερνήσεως. Θέλει να τα ξέρει από πρώτο χέρι ο μπάρμπα – Γιάννης.

Όποτε και να περάσω απ’ έξω, η εικόνα στο μαγαζάκι η ίδια : η βιτρίνα πάντα με τα ίδια κηροπήγια τα γυάλινα και τα δυο μεγάλα βάζα, ο μπάρμπα – Γιάννης με την εφημερίδα της κυβερνήσεως στα χέρια, μια σημαία του κόμματος του πάνω από το ταμείο – σε μεσαίο μέγεθος – ήταν κομματόσκυλο αλλά ήθελε και τα φράγκα των απέναντι, πάντα καλωσόριζε με ένα φαφούτικο και εμετικό χαμόγελο τους ομοίους του και  με σιωπή τους απέναντι.

Έτσι λέγανε, έτσι είχα ακούσει. Τέτοια εικόνα είχα.

Κι εμείς είμαστε οι απέναντι του μπάρμπα – Γιάννη. Και δεν μας πολυμιλάει ο μπάρμπα – Γιάννης, μάλλον δεν μας πολυσυμπαθεί κιόλας.

«Η θεια μου γιατί δεν το καταλαβαίνει», σκέφτομαι. Δεν της το λέω.

Αλλά στο μαγαζί του υπάρχουν πολλά και ωραία αντικείμενα, αν το ψάξεις εξονυχιστικά.

«Θέλω να πάρω κάτι για δώρο, κάποιο γυαλικό, κάτι για το σαλόνι, κάτι τέτοιο» λέει η θεια μου καθώς βάζει στον πάγκο τις σακούλες με τα γλυκά.

Ο μπάρμπα – Γιάννης σηκώνει τα μάτια του από την εφημερίδα.

«Σε τι τιμή να κοιτάξουμε;» ρωτά με μια αργόσυρτη φωνή, ενώ σηκώνεται από την καρέκλα του.

Πλησιάζει ένα ράφι με κάτι κρύσταλλα κι αρχίζει να κατεβάζει.

«Για φέρε και θα σου πω για τιμή» λέει η θεια και αρπάζει ένα – ένα τα αντικείμενα, αρχίζοντας να τα εξετάζει. Ο μπάρμπα – Γιάννης δείχνει να έχει ενθουσιαστεί όταν δεν ακούει ορισμένη τιμή.

«Θα κονομήσει πάλι χωρίς λόγο», σκέφτομαι. Δεν της το λέω ούτε αυτό.

Ξεκινάω να κάνω μια βόλτα, το μαγαζί έχει έναν κίτρινο αντιπαθητικό φωτισμό, και σε κάθε ράφι συναντώ άχρηστα πράγματα και σκόνη.

Απομακρύνομαι από τον πάγκο που έχουν αρχίσει τα παζάρια,

– «Τι δεκαπέντε χιλιάρικα ρε Γιάννη» να λέει η θεια,

– «Βοημία είναι κυρία μου» να γαβγίζει ο μπάρμπας.

Κι εγώ να γελάω. Και να συνεχίζω την βόλτα μου.

Βρίσκομαι στην πόρτα του μαγαζιού και κοιτάζω έξω, έχει αρχίσει να ψιχαλίζει.

Κι άλλη μουντάδα, και σε μια ώρα σχολείο μέχρι τις επτά το απόγευμα. Και έχουμε και διαγώνισμα σήμερα, και δεν διάβασα καλά. Και δεν θα γράψω καλά, και θα διαβάσει η κυρία τα λάθη μου μεθαύριο, και θα γίνω ρεζίλι σε όλους.

Οι σκέψεις πυροβολούν το μυαλό, γυρίζω το βλέμμα και βλέπω σε ένα μικρό τραπέζι δίπλα ακριβώς από την βιτρίνα του μαγαζιού κάτι πλαστικά κουτάκια. Κάτι μικρά ορθογώνια, πλαστικά κουτάκια. Όχι μεγαλύτερα από ένα πακέτο τσιγάρα.

Το μάτι μου κολλάει σε ένα ροζ, με λουλούδια γύρω – γύρω. ( Όχι, δεν είμαι. )

Το παίρνω και αρχίζω να το χαϊδεύω για κάποιο λόγο. Γυρνώ το βλέμμα στον πάγκο του μαγαζιού.

«Να ‘σαι καλά Γιάννη. Φεύγουμε» ακούω την θεια.

Δεν το σκέφτομαι καθόλου και το βάζω στην τσέπη μου.

«Στο καλό να πάτε» ακούγεται ο μπάρμπα – Γιάννης και κάθεται πάλι στον πάγκο του. Δεν γυρίζω να τον κοιτάξω.

Ακολουθώ την θεία.

«Πήρα κάτι από το μαγαζί χωρίς να το πληρώσω». Σκέφτομαι αλλά και πάλι δεν της το λέω.

Η ώρα για το σχολείο κοντοζυγώνει, μπαίνουμε στο σπίτι και εκείνη πηγαίνει να τακτοποιήσει τα δώρα και τα γλυκά. Εγώ τρέχω και κλείνομαι στο δωμάτιο μου.

Βγάζω το μπουφάν και από την μέσα του τσέπη βγάζω το ροζ κουτάκι.

Με έχει συνεπάρει μια αίσθηση που δεν έχω νιώσει ξανά, μια διέγερση, μια έξαρση χαράς μαζί με μια στενοχώρια και μια επιθυμία να βάλω τα κλάματα.

Πιάνω το κουτάκι από εδώ, το πιάνω κι από εκεί, , κρύβω τα λουλούδια με το ένα δάχτυλο να προσέξω περισσότερο το ροζ χρώμα, βγάζω το καπάκι του σκεπτόμενος με τι θα μπορούσα να το γεμίσω.

Περνάω με το κουτί γύρω στα τριάντα λεπτά, έρχεται η ώρα για σχολείο. Βάζω το μπουφάν και στην εσωτερική του τσέπη βάζω το ροζ κουτάκι, για λόγο που δεν καταλαβαίνω.

Στην εξώπορτα κι ενώ έχω χαιρετίσει την θεια μου αρχίζω και ζαλίζομαι, στο ισόγειο με το που ανοίγω την εξώπορτα σκύβω και ξερνάω δίπλα από μια γλάστρα με πλαστικά λουλούδια.

Αφού τελειώνω, περιμένω λίγο να μου περάσει μια ταχυκαρδία χωρίς προηγούμενο και κοιτάζω ένα γύρο μήπως με βλέπει και κανένας γείτονας.

Σε χρόνο ανύποπτο τρέχω στο μαγαζί του μπάρμπα – Γιάννη, ούτε που σηκώνει το κεφάλι από τη  εφημερίδα που δεν έχει τελειώσει, και βάζω στην θέση του το ροζ κουτί. Γυρίζω με βαρύ βήμα στον πάγκο του και κάνω να μιλήσω.

Αλλά…

«Κι έλεγα πόση ώρα θα σου πάρει, μισάωρο δεν σου το’ χα» λέει. Γυρνά το βλέμμα σε εμένα.

Για πρώτη φορά τον βλέπω να βγάζει τα γυαλιά του, για πρώτη φορά προσέχω  κάτι γαλανά μάτια που βλέπουν μέχρι και την ψυχή μου.

«Με είδε». Σκέφτηκα και της το είπα αργότερα.

«Δεν είσαι ο πρώτος που βουτάει κάτι από εδώ μέσα, αλλά είσαι ο πρώτος που το φέρνει πίσω.

Μάλλον, είσαι το πρώτο παιδί. Για αυτό δεν είπα κάτι, ήξερα πως θα το φέρεις. Δεν είσαι για αυτά αγόρι μου, μην το ξανακάνεις. Όχι τίποτα άλλο, σκέψου την οικογένεια σου, τι θα πουν αν το μάθουν;

Η κλεψιά είναι κλεψιά αγόρι μου, και δεν είσαι για κλέφτης εσύ».

Είπε και περίμενε, να πως κι εγώ κάτι, έστω μια συγγνώμη.

Αλλά που;

Σαν μόνη αντίδραση είναι ένα τρεμουλιαστό: «Με συγχωρείτε κύριε» ή κάτι τέτοιο.

Ο μπάρμπα – Γιάννης χαμογελάει και σκύβει στον πάγκο του, απλώνει το χέρι και μου βάζει μια καραμέλα στο χέρι. Μου νεύει με νόημα και γυρνά και πάλι στην εφημερίδα.

Στον δρόμο για το σχολείο σκέφτομαι το ροζ κουτάκι και ότι μου προκάλεσε την ημέρα που πέρασε. Μάλλον την μισή μέρα, έχω ακόμη ένα εφτάωρο στο σχολείο. Δεν θα πω σε κανέναν την μικρή μου περιπέτεια.

Θα περάσουν πολλά χρόνια για να μιλήσω για αυτό το μηδαμινής ίσως σημασίας περιστατικό.

Στην θεία μου είπα την ίδια νύχτα την μικρή μου ιστορία. Τότε ήταν που έμαθα πως ο μπάρμπα – Γιάννης είχε ένα παιδί και το έχασε πριν από χρόνια λόγω μιας ανίατης ασθένειας. Αγόρι, γύρω στα έξι με επτά.

Στην γειτονιά όλοι τον ήξεραν σαν τον ήσυχο και καλό άνθρωπο της διπλανής πόρτας που είχε μια άπλετη αγάπη για κάθε παιδί. Δεν εκδηλωνόταν εύκολα, ήταν δύσκολος χαρακτήρας αλλά ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος.

Στο κεφάλι μου ο Γιάννης ήταν ένας παράξενος γέρος, μονόχνοτος και κακός που το μόνο που κοιτούσε ήταν ο εαυτός του. Είχα επηρεαστεί από ανθρώπους που δεν μπορούσαν να κατανοήσουν το σκεπτικό του Γιάννη, δεν μπορούσαν να αγαπήσουν όπως ο Γιάννης, οπότε τον περιθωριοποίησαν και τον έβγαλαν και τρελό.

Μια μικροκλοπή μου έδωσε ένα από τα σημαντικότερα μαθήματα που το σχολείο, που εκείνη την ημέρα έγραψα στα παλιά μου τα παπούτσια, δεν κατάφερε να μου δώσει:

Ποτέ μην κρίνεις έναν άνθρωπο. Ειδικά αν δεν μιλήσεις μαζί του. Ειδικότερα αν έχεις ακούσει για τον συγκεκριμένο άνθρωπο από τρίτους.

Ποτέ.

«Μην κρίνεις ένα βιβλίο από το εξώφυλλο του, δηλαδή» σκέφτηκα να πω στην θεία μου το ίδιο βράδυ.

Της το είπα.

Και συμφώνησε.

Μοιραστείτε το: