Ανοίξαμε την πόρτα κι αφού πρώτα προχώρησαν οι γονείς μου, ακολούθησα. Πρώτη φορά έμπαινα σε τέτοιο μέρος, γηροκομείο έλεγαν πως ονομάζεται, αλλά
«Μέσα δεν υπάρχουν μόνο γέροι. Υπάρχουν κι άρρωστοι άνθρωποι».
Έτσι μου είπαν.
Στην διαδρομή από το σπίτι στο νοσοκομείο, ας το πω έτσι να ησυχάσω την ψυχή μου, έκανα ερωτήσεις παιδικές και αφελείς.
«Γιατί δεν κάθονται σπίτι τους αφού είναι άρρωστοι να γίνουν καλά;» είχα ρωτήσει την μαμά μου στον δρόμο καθώς μου εξηγούσε που πάμε.
«Γιατί κανείς δεν τους θέλει σπίτι τους» μου απάντησε.
«Αφού είναι σπίτι τους, δικό τους σπίτι, ποιος δεν τους θέλει στο δικό τους σπίτι;» ξαναρώτησα σκύβοντας προς το κάθισμα του συνοδηγού.
Η μαμά μου δεν μου απάντησε αλλά κοίταξε τον πατέρα μου και του έκανε ένα νόημα. Θα καταλάβαινα χρόνια αργότερα τι σήμαινε το νόημα. Φτάσαμε κοντά στην Αγίου Δημητρίου, σε ένα κτίριο που θύμιζε Βικτωριανή Αγγλία και κατεχόμενη Αθήνα ταυτόχρονα.
Μπήκαμε σε έναν προθάλαμο άδειο από άνθρωπο και γεμάτο από αύρα. Ήμασταν για το επάνω πάτωμα.
Έβλεπα κάτι σκαλιά να πλησιάζουν κι αρχίσαμε να τα ανεβαίνουμε.
Υπήρχε στους τοίχους ένα χρώμα της κρέμας που έκανε η γιαγιά μου όταν γκρίνιαζα και δεν έπεφτα για ύπνο, αυτό το μπεζ (μάλλον έτσι λέγεται) και άσπρο, το περίεργο άχρωμο είδος χρώματος.
Στα σκαλιά βαστάγαμε κάτι κάγκελα που είχαν από χρόνια εγκαταλείψει το φυσικό τους βάψιμο και η σκουριά είχε κάνει κατάληψη επάνω τους.
Όσο ανέβαινα έκανε μια ύπουλη και διαρκή επίθεση στην όσφρηση μου μια μυρωδιά που τότε την έλεγα απαίσια και τώρα την λέω εκτός από απαίσια κι ανθρώπινη. Μια σήψη και απλυσιά, η μυρωδιά του άρρωστου.
Ο πρώτος όροφος ήταν ο προορισμός μας, στο δωμάτιο νομίζω δώδεκα ή τρία δώδεκα, έχουν περάσει χρόνια από τότε. Αφήσαμε πίσω τα σκαλιά και άρχισα να παρατηρώ τα σπασμένα παραθυρόφυλλα του διαδρόμου που περπατούσα. Όλα σπασμένα και ρημαγμένα, ευτυχώς το καλοκαίρι επέτρεπε ανοιχτά παράθυρα οπότε και παραθυρόφυλλα.
Δεν σκέφτηκα τότε τι θα τραβούσαν οι άνθρωποι τους χειμώνες μέσα εκεί.
Είδα πρώτη φορά στην ζωή μου ράντσα, στρώματα στο πάτωμα με ηλικιωμένους ανθρώπους επάνω.
Έξω από το δωμάτιο που είχαμε προορισμό ήταν ένας άνθρωπος σε ένα ράντσο ο οποίος με κοίταξε καθώς πέρασα από δίπλα του. Το βλέμμα του ακόμη και τώρα το έχω απέναντι μου, δεν ήταν μεγάλης ηλικίας – κάπου στα τριανταπέντε τότε.
Ήταν από εκείνους εκεί μέσα που είχαν μια νοητική πάθηση, στην καθομιλουμένη ήταν τρελός ο άνθρωπος (καμιά φορά το άκομψο είναι και αυτό που πρέπει να γραφεί ή να ειπωθεί). Βέβαια την στιγμή εκείνη που με κοίταξε, κοιτούσε ένα οκτάχρονο παιδί και όσο να’ ναι το μόνο που έκανα ήταν να τρέξω προς τον πατέρα μου.
Το βλέμμα του τρελού δεν φυλακίζεται από φραγμούς και πρέπει, όσο ωμό κι αν ακούγεται ή διαβάζεται, ένας τρελός μόνο αλήθεια θα σου πει και το αληθινό θα σου δείξει. Εκείνη την ώρα με τα μάτια του εκείνος ο άνθρωπος ήθελε να μου πει κάτι.
Να μου δείξει κάτι.
Μπαίνοντας στο δωμάτιο, ψάξαμε για την θεία της μαμάς, πουθενά. Άδειο το δωμάτιο και από πίσω μας ο άνθρωπος στο ράντσο να έχει σηκωθεί και να κοιτάει τον πατέρα μου κι εμένα προσπαθώντας να βγάλει μια λαλιά, να επικοινωνήσει. Πλησίασε και μαζεύτηκα πιο κοντά στους δικούς μου, τότε η μαμά μου τον ρώτησε:
«Τάκη, πέθανε;» απλά και με μια ανάσα.
Και ο Τάκης, αυτός ο τρελός με το άδειο βλέμμα που τόσοι και τόσοι τον προσπερνούσαν με αδιαφορία σε όλη του τη ζωή, έβαλε τα κλάματα.
Η θεία μου είχε πεθάνει την ίδια μέρα που πήγαμε να την δούμε, ο Τάκης είχε συμπαθήσει τους γονείς μου επειδή όποτε και να πήγαιναν επίσκεψη, πάντα του έφερναν το κατιτίς του. Πότε μια σοκολάτα, πότε μια πάστα, πότε μια παλιά μπλούζα του πατέρα μου. Είχε στεναχωρηθεί ο Τάκης όταν η θεία έφυγε, μόνο με αυτή μιλούσε σε όλο τον όροφο. Προσπαθούσε να επικοινωνήσει έστω.
Ακόμη και οι αποκλειστικές τον απέφευγαν.
Κι όσο θυμάμαι το βλέμμα του την ημέρα εκείνη, τόσο θυμάμαι να μου τα λέει όλα αυτά που περνούσε τότε, από τις νοσοκόμες που τον απέφευγαν και τον κορόιδευαν μέχρι και τους επισκέπτες που έστελναν τα παιδιά τους να τον πειράξουν, έτσι να διασκεδάσουν μια μονότονη Κυριακή με τον σαλεμένο.
Αλλά ποιος θα κάτσει να ακούσει, ή μάλλον να δει έναν τρελό στα μάτια. Φοβάται ο καθένας, όχι για αυτό που θα του πει ο τρελός, για αυτό που δεν θέλει να ακούσει από το στόμα του και να διαβάσει μέσα στα μάτια του.
Πέρασε νομίζω ένας χρόνος, μπορεί και δύο χρόνια για να μάθουμε πως ο Τάκης αυτοκτόνησε μέσα στο νοσοκομείο, ο Θεός να το κάνει. Μόνος του στον όροφο πλέον, το ίδρυμα ήταν για κλείσιμο και τα κονδύλια πήγαιναν για φάγωμα οπότε ο κόσμος δεν το επέλεγε, τον βρήκαν είκοσι ώρες αφού έκοψε τα χέρια του.
Όταν μου το είπαν οι δικοί μου πάνω σε μια συζήτηση, έκανα το ίδιο ανασήκωμα των ώμων που είχε κάνει και η μαμά μου την ημέρα που πέθανε η θεία της.
Και μετά από χρόνια κατάλαβα πως η κίνηση αυτή σημαίνει δύο πράγματα:
Τι να πεις ρε γαμώτο ή Δεν γαμιέται.
Comments by Απόστολος Σαμακοβλής