«Τελικά;» τον ρώτησα και περίμενα. Φασαρία και κόρνες απ’ έξω, ησυχία μέσα.
«Ότι να’ ναι κι όπως κάτσει» ήρθε σαν απάντηση.
Και αυτό κάναμε.
Αργήσαμε να ξεκινήσουμε, θέλαμε να προλάβουμε την αλητεία της νύχτας στο ξεκίνημα της.
Δεν προσέξαμε και ιδιαίτερα την εμφάνιση μας, δεν μας ένοιαζε και ιδιαίτερα η εικόνα μας. Ίσως για πρώτη φορά στα είκοσι τόσα χρόνια που βγαίναμε έξω, βγαίναμε μαζί σαν φίλοι.
Κρύβει μια αλήθεια η φράση τούτη, το’ χαμε ξεχάσει.
Δυστυχώς.
Πίναμε από νωρίς, πίναμε από το απόγευμα που μου άνοιξε την πόρτα του και αράξαμε στο σαλόνι, μούσκεμα ήδη και οι δύο, είχε γύρω στους σαράντα βαθμούς όλη την μέρα
Στο σπίτι του υπήρχε μόνο ένας ανεμιστήρας, όπου φύσαγε πετούσε ρούχα δεξιά κι αριστερά. Τα πιο πολλά τα είχε βάλει σε κούτες και τα έπιπλα είχαν ήδη μεταφερθεί, μόνο οι καναπέδες υπήρχαν.
Εκεί καθίσαμε και αργήσαμε να σηκωθούμε. Και πέρασαν οι ώρες. Και κινήσαμε.
«Κανας άλλος δεν ήθελε;» τον ρώτησα καθώς σηκωνόμασταν.
Κούνησε το κεφάλι αρνητικά κι είπε: «Δεν είπα άλλον».
Προχωρώντας προς την πόρτα έψαχνε τις τσέπες για το πορτοφόλι του και τον έσπρωξα. «Δεν χρειάζεται» είπα. Και για πρώτη φορά δεν έφερε αντίρρηση.
Τα καλοκαίρια τα αντιπαθούσα πάντα, και ιδιαίτερα όταν βρισκόμουν σπίτι του που συνορεύει με τις φοιτητοκατοικίες και τον εκεί τους κόσμο.
Από το κέντρο κι έπειτα όλο το μέρος είναι γεμάτο με μαγαζιά της πλάκας, τα πήραμε όλα με την σειρά. Στο ένα νηφάλιοι και στο επόμενο μεθυσμένοι μέχρι που στα τελευταία πια δεν βλέπαμε μπροστά μας.
Αλλά ήταν το μεθύσι εκείνο της εφηβείας που δεν πονάει τα σπλάχνα και ξέρεις πως το αντέχεις όσο χάλια και να σε κάνει.
Μας είχε χτυπήσει ξανά την πόρτα η εφηβεία, την υποδεχτήκαμε με αγκαλιές.
«Βάλτε να πιούμε» φώναζε. Σε εμένα και στους γύρω του, κανείς δεν ξέρει αν το φώναζε και σε άλλον.
Ξημερώματα καταλήξαμε με μια σακούλα πλαστική με έξι μπύρες μέσα να κοιτάμε την παραλία και τον ήλιο να σκαρφαλώνει σε έναν ορίζοντα βγαλμένο από καμβά.
Ο αέρας ανύπαρκτος όλο το βράδυ άρχισε να μας χαϊδεύει τα μαλλιά, όπως θα έλεγαν και οι παλιοί ποιητές της πόλης.
Κι ο ήλιος έβγαινε.
Είχε φύγει το μεθύσι και η γλύκα του, είχε πάει σε μια άλλη ζωή.
Πλέον είχαμε και πάλι αρχίσει να σκεφτόμαστε.
«Έχω αφήσει μια κούτα για τους άλλους στην πόρτα δίπλα, το έχω πει στους δικούς μου» μου είπε καθώς τελείωνε την τελευταία μπύρα του. «Πάρε» έκανε, και έβγαλε από τον παράμεσο το δαχτυλίδι του.
«Θα στο φυλάω» είπα και το πήρα, αποφεύγοντας να τον κοιτάξω στα μάτια. Χαμογελώντας γύρισε στον ορίζοντα κι εγώ πάσχιζα να κρατήσω τα βλέφαρα ανοιχτά και στεγνά τα μάτια μου.
Μετά από λίγο φύγαμε και τράβηξε ο καθένας για το σπίτι του. Δεν χαιρετηθήκαμε.
Την επόμενη εβδομάδα έφυγε, δεν πρόλαβαν να τον βάλουν στο χειρουργείο. Μου είχε πει την ημέρα που καθόμασταν αντίκρυ στον ήλιο:
«Δεν θα τον προλάβουν τον κερατά, θα με νικήσει» και για πρώτη φορά ακούστηκε απογοητευμένος. Και του έλεγα όχι, είσαι δυνατός και τον έχεις, δεν ξέρει με ποιόν τα έβαλε.
Είμαστε όλοι μας μαζί σου.
Δεν μου είχε απαντήσει τίποτα.
Τελευταία φορά τον είδα στο μάρμαρο δίπλα, πριν το αντίο πλησίασα και τον φίλησα στο μέτωπο. Έβγαλα από την τσέπη μου το δαχτυλίδι του, έβγαλα από τον λαιμό μου έναν σταυρό και τα έβαλα μαζί του.
Κανείς μας δεν ήταν άξιος να κουβαλάει κάτι δικό του.
Έκανα να φύγω, τελευταία στιγμή γύρισα και πήρα το δαχτυλίδι του, το πέρασα στον παράμεσο και δεν μίλησα σε κανέναν καθώς απομακρυνόμουν.
Φεύγοντας έβλεπα και πάλι τον ήλιο ψηλά και κατάλαβα πως κάτι δεν λειτουργεί σωστά, γιατί υπάρχει ακόμα ήλιος και πως είναι οι άνθρωποι γύρω μου ακόμη χαρούμενοι;
Στριφογύριζα το δαχτυλίδι και ψιθύριζα ένα τραγούδι που λέγαμε το τελευταίο βράδυ μας μαζί:
“Άκουσε δε βιαζόμαστε να φύγουμε βαρκάρη / Μα σαν είναι ώρα γνέψε μας, δε σου ζητούμε χάρη
Μα όσο να φύγεις πρόσμενε κι αν θέλεις σε κερνούμε / Βάλτε να πιούμε”
Και βάλαμε την επόμενη μέρα κι ήπιαμε, πήγαμε στο καινούργιο του σπίτι το μαρμάρινο. Κι ήταν όλοι τους εκεί, κι όλοι τους λυπημένους έπαιζαν.
Ίσως κάποιοι να ήταν κιόλας.
«Βάλτε να πιούμε» ήταν το μόνο που είπα όταν ήρθε η σειρά μου να μιλήσω.
«Βάλτε να πιούμε» και στριφογύριζα το δαχτυλίδι του πλέον στον δικό μου παράμεσο.
Comments by Απόστολος Σαμακοβλής